
“Μόνο μια πίκρα μού επιτρέπω, μια πίκρα αναπόφευκτη για κάποιον που αγαπά. Δεν είμαι
απόλυτα ελεύθερος. Κανείς που αγαπά δεν είναι. Γαντζώθηκα απ’ τη ζωή με φόβο να μη
σε χάσω, χάνοντάς την. Αν τίποτα δεν αγαπάς δεν έχεις δεσμά να σε κρατούν. Δεν έχεις
βαρίδια να σε κρατούν στη ζωή. Είσαι πραγματικά ελεύθερος. Ελαφρύς από προσδοκίες
και φόβους, ένας ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές. Εγώ φοβόμουν μήπως κάθε αεράκι που
μας χάιδευε ήταν το τελευταίο, μήπως κάθε φιλί που καρφώναμε ο ένας στη σάρκα του
άλλου ήταν το στερνό. Μόνο αυτή την αμαρτία κουβαλώ απ’ την αγάπη μας. Που πάντα
μια σταγόνα δηλητήριο της απώλειας έπεφτε πάνω στην αιώνια στιγμή μας και τη λέρωνε”.
“Σε νιώθω. Μα αν δεν φοβόμασταν, θα ήμασταν Θεοί. Και δεν γνωρίζουμε αν οι Θεοί
αγαπούν όπως οι άνθρωποι. Αν όχι, δε θα ‘θελα ποτέ να ‘μαι Θεός. Δεν θα ‘θελα ποτέ να
χάσω τον πόνο εκείνης της σταγόνας. Χωρίς αυτόν τον πόνο πώς θα ένιωθα την αγάπη
μας;”
“Μα αυτή η σταγόνα είναι ο θάνατος”.
“Χαλάλι του”.