Το ρολόι του πάνω στο κομοδίνο μού θύμιζε πως όλα αυτά ήταν ένα διάλειμμα. Μια παρένθεση στην υπόλοιπη ζωή μας. Μια παύση· σαν τελειώναμε πάλι θα φόραγε το ρολόι του. Εκείνο που έβγαζε για να ξαπλώσει μαζί μου και με «έβγαζε» για να το φορά. Δυο άνθρωποι ελεύθεροι, ερωτευμένοι, που όμως δεν μπορούσαν να βάλουν ο ένας στη ζωή του άλλου οριστικά. Αν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Φόβοι. Κι άλλοι φόβοι. Όταν τον σκέφτομαι, ακούω το ρολόι. Τον ήχο του καθώς βγαίνει απ’ το χέρι του. Και καθώς μπαίνει.
Ζούσαμε μακριά ο ένας από τον άλλο κι όμως σπάνια μέναμε μαζί μια ολόκληρη βραδιά, νομίζω ποτέ. Πάντα καταλήγαμε ο καθένας σπίτι του. Λέγαμε πως έχουμε δουλειά, ένα πρωινό ραντεβού… κάτι τελοσπάντων που δε θα μας έβαζε στη διαδικασία να μείνουμε μαζί, να υποκριθούμε το ζευγάρι. Δεν το θέλαμε ούτε εκείνος ούτε εγώ. Εγώ ήθελα να ‘μαι ανεξάρτητη. Μόνη. Να έχω μια ζωή που να την ορίζω, ελεύθερη από συναισθηματικά δεσμά που σε κρατούν ριζωμένο σε μια παραίσθηση συντροφικότητας, μια ζοφερή ελπίδα ότι δεν θα ‘σαι μόνος. Μακριά από μένα όλα αυτά. Η δική μου ζωή ήθελα να ‘ναι αλλιώτικη.
Αλλά ο ήχος απ’ το ρολόι του με τάραζε. Με έκανε να θέλω άλλα, να ξεχνάω τους στόχους μου. Αποσταθεροποιούσε την συναισθηματική μου ακεραιότητα, με οδηγούσε στην πλάνη του έρωτα. Ήθελα μόνο να ‘μαι μαζί του. Αλλά ποτέ μα ποτέ δεν θα του έλεγα κάτι τέτοιο. Ποτέ δε θα πρόδιδα αυτό που σιωπηρά είχαμε συμφωνήσει. Από φόβο. Κι αν εκείνος δεν ερχόταν σε αυτό τον τόπο που θα τον προσκαλούσα; Αυτόν τον τόπο που τον λεν, αγάπη. Δεν θα το άντεχα αυτό. Πείτε το εγωισμό, πείτε το ανοησία. Κι έτσι ήμουν ελεύθερη. Με την ελευθερία μου στα χίλια όνειρά μου έφτιαχνα εκείνον. Αλλά να του το πω; Όχι. Μέσα στην άνεση της εποχής που δε σηκώνει πάθη κι εξομολογήσεις, ρομαντισμούς και σχέσεις, ήμουν πολύ ταιριαστή.
Εκείνος; Δεν ξέρω. Όμορφος, άνετος, αυτάρκης. Κι αισθανόμουν πως αυτή του την αυτάρκεια δεν μπορούσα να την κλονίσω. Να τρυπώσω μέσα του. Αγάπη; Στα βιβλία διάβαζα πως η αγάπη είναι ένας καταρράκτης κι όλο τρέχει και κανείς δεν μπορεί να τον σταματήσει.
Στην αρχή ήταν αλλιώς. Αυτή μας η απόσταση προσέδιδε ένα μυστήριο. Μου άρεσε να βλέπω τον εαυτό μου μέσα από αυτό. Μου άρεσε να με βλέπω να φεύγω με τον αέρα που μου ‘δινε η ελευθερία μου, με την άνεση του ότι δεν ζητώ τίποτα παραπάνω. Άραγε είναι αυτό τελικά η ελευθερία;
Πάντως με εξουθένωσε αυτή η ελευθερία. Ήθελα να του φωνάξω να μείνει. Μέχρι να τελειώσει το τραγούδι. Μέχρι να τελειώσει το ποτό. Μέχρι να τελειώσει η ζωή μας. Μα πώς να γκρέμιζα τον τοίχο που είχαμε τόσο κομψά και αναίμακτα σηκώσει. Έτσι, άρχισε να μου γίνεται αβάσταχτος. Ένιωθα να ξεφτίζω σιγά σιγά σαν παλιά φωτογραφία. Άρχισαν όλα να χάνουν το χρώμα τους. Κι όταν τον κρατούσα στην αγκαλιά μου σκεφτόμουν τον πόνο του “μετά”, τη γυμνή ψυχή μου, τον μαραμένο μου εγωισμό. Το άδειο κομμάτι που θ’ άφηνε μέσα στην καρδιά μου. Τον έβλεπα καμιά φορά που με κοιτούσε και ήθελα τόσο να τρυπώσω στο μυαλό του.
Ανοησίες, θα μου πείτε. Κι ίσως έχετε δίκιο. Πάντως εγώ είχα αποφασίσει να το τελειώσω. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να το τελειώσω.
………………….
Τη θυμάμαι να βγαίνει απ’ το αμάξι της, κόκκινη από ντροπή, αλλά έτοιμη για καυγά. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι, αθλητικά παπούτσια κι ένα μαύρο πουλόβερ που έπεφτε με τόση χάρη πάνω της. Μού φάνηκε σα να έλαμπε. Σα να ‘ταν νύχτα και ξαφνικά εκείνη τη φώτισε. Έπεσε πίσω μου κι έφταιγε φυσικά και παρόλο που ήξερε το λάθος της με αντιμετώπισε με μια τέτοια αυθάδεια που έφτανε στα όρια της γοητείας. Ίσως και να τα ξεπερνούσε… «Τι με βρήκε!» σκέφτηκα. Αλλά παρατήρησα τα χείλη της καθώς έψαχνε το τηλέφωνο του ασφαλιστή της στη τσάντα της. Και νομίζω πως εκείνη τη στιγμή ερωτεύτηκα αυτό το πλάσμα, τα χείλη της και την ταραχή της, τα μαλλιά της όπως τα είχε πιασμένα κάπως πρόχειρα, τη γωνία του προσώπου της στο σημείο που συναντά το λαιμό. Είναι θεέ μου χιλιάδες οι λόγοι να ερωτευτεί ένας άνθρωπος. Κι όλοι παράλογοι.
Πρέπει να κατάλαβε ότι την κοιτούσα κάπως, γιατί ξαφνικά άλλαξε ο ρυθμός της. Ναι. Κι από θέση μάχης πήρε θέση άμυνας. Δεν ήθελα να με καταλάβει, κατάφερα να κρύψω τις σκέψεις μου. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα λόγω του τρακαρίσματος και προσπάθησα, ομολογουμένως φιλότιμα, να αστειευτώ όμως το χιούμορ μου έφτανε έξω απ’ το στόμα μου τόσο κρύο.
Τηλέφωνο βέβαια δεν την πήρα. Ένα «όχι» θα μου έπεφτε βαρύ εκείνη την εποχή. Καταλαβαίνετε λοιπόν την έκπληξή μου όταν τη συνάντησα μετά από λίγες μέρες σε κεντρικό καφέ μπαρ της πόλης. Εκείνη ήταν με μια μεγάλη παρέα κι εγώ με δυο φίλους. Κι έτσι ξεκίνησαν όλα. Τα ποτά μάς βοήθησαν να μιλήσουμε πιο ήρεμα. Εμένα δηλαδή, εκείνη απ’ την αρχή φαινόταν ήρεμη, κατασταλαγμένη, γεμάτη. Φαινόταν να μη της λείπει τίποτα. Μιλήσαμε για σχέσεις, για δουλειές. Φάνηκε πολύ χαλαρή στο κομμάτι των σχέσεων κι έτσι αποφάσισα να φανώ κι εγώ.
Το βράδυ μόνο, αργά, καθώς περπατούσα στο δρόμο, Χειμώνας ήταν είχα τα χέρια μου στις τσέπες του μαύρου παλτό, άκουσα τα βήματά μου στο δρόμο. Έμοιαζαν όλα αλλιώς εκείνο το βράδυ. Ένιωσα ξαφνικά μια πνιγηρή μοναξιά κι μια ακατανίκητη επιθυμία να ξαναβρεθώ μαζί της. Δεν είχα ξανανιώσει έτσι, φοβήθηκα.
… Κι έτσι κρατιόμουν όλο τον καιρό. Την είχα στην αγκαλιά μου, αλλά έβαζα στον εαυτό μου ένα όριο. Να μην εξαρτηθώ από ‘κείνη, να μην την αγαπήσω γιατί εκείνη ήταν νερό και θα έτρεχε. Ήταν πιο εύκολη αυτή η κοινή μας παραδοχή, πως αυτό που έχουμε είναι κάτι εφήμερο. Ότι δεν χρειάζεται εξήγηση και λόγια. Ω! Πόσο φοβόμασταν τα λόγια. Κάθε φορά που την κοιτούσα να ντύνεται για να φύγει μακριά μου, έβαζα όλη μου τη δύναμη να μην την αρπάξω, να την σφίξω και να μείνω δίπλα της για πάντα, να νιώθω για πάντα της ανάσα της και τον χτύπο της καρδιά της καθώς ακουμπούσαν τα σώματά μας παραδομένα σε αυτή την αιώνια στιγμιαία ένωση.
Ήταν ένα βάσανο που έπρεπε να υποστώ αν ήθελα να συνεχίσω να τη βλέπω. Αισθανόμουν ότι μου είχε απαγορεύσει να επέμβω στη ζωή της, στην ελευθερία της, στον τρόπο που ήθελε τα πράγματα. Αισθανόμουν ότι είμαστε ένα κι όταν χωριζόμασταν ένιωθα το μισό από κάτι. Εκείνη όμως ήταν τόσο αυτάρκης, τόσο ολόκληρη, που δεν είχα δικαίωμα να κλονίσω μια σπιθαμή από κάτι τόσο γεμάτο, όπως μια πανσέληνος. Δεν έλεγα τίποτα, μα οι ανείπωτες κουβέντες σάπιζαν μέσα μου. Αλλά δεν μπορούσα να της το πω. Είχε γίνει αυτό που φοβόμουν. Είχα εξαρτηθεί από ‘κείνη και είχα αποφασίσει να το τελειώσω. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να το τελειώσω.
